- βλαισότης
- βλαισ-ότης, ητος, ἡ,A crookedness, curvature,
τῶν σκελῶν Arist. IA713b9
; curliness,τῶν τριχῶν Id.Pr.909a31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν σκελῶν Arist. IA713b9
; curliness,τῶν τριχῶν Id.Pr.909a31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλαισότης — crookedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαισότητος — βλαισότης crookedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαισότητα — η (Α βλαισότης) [βλαισός] η ιδιότητα του βλαισού αρχ. (για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά … Dictionary of Greek